ἐριουργική

ἐριουργική
ἐριουργικός
for wool-work
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εριουργικός — ή, ό (ΑΜ ἐριουργικός, ή, όν) [εριουργία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εριουργία, ο χρήσιμος στην εριουργία νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η εριουργική η εριουργία …   Dictionary of Greek

  • νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”